Γνωμοδότηση για Ι.Κ.Ε.
Μία εταιρία πολύ περισσότερο κεφαλαιουχική και πολύ λιγότερο μικρομεσαία από την ΕΠΕ
Από τότε που εισήλθε η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ) στη νομική και οικονομική ζωή της Ελλάδας ο χαρακτηρισμός που κυριαρχεί αδιακρίτως και αδιαλείπτως είναι: «μικρομεσαία επιχείρηση». Και όταν γίνεται σύγκριση με το προϋπάρχον εταιρικό δίκαιο, η σύγκριση αφορά μόνο μία προϋφιστάμενη νομική μορφή: Αυτήν της ΕΠΕ.
Είναι αληθές ότι το δίκαιο της ΙΚΕ έχει αναλογίες πολλές σε σχέση προς αυτό της ΕΠΕ. Έχει δε αναφερθεί πολλές φορές ότι είναι ενδεχόμενο η ΙΚΕ ως νομικός τύπος όχι απλά να υποκαταστήσει την ΕΠΕ, αλλά ακόμα και να την αντικαταστήσει ολοσχερώς στην πράξη.
Όμως, η ΙΚΕ έχει ενδεχομένως περισσότερα ουσιώδη κοινά προς τη μη εισηγμένη ΑΕ, όπως προκύπτει ενδεικτικώς μεταξύ άλλων μόνο και από τα εξής:
1. Η ΙΚΕ στην αρχική τυπική μορφή της, όπως ορίζεται από τον Ν 4072/2012, είναι εντόνως κεφαλαιουχική εταιρία, πολύ περισσότερο από την ΕΠΕ, ιδίως αφού οι αποφάσεις στην ΙΚΕ λαμβάνονται με πλειοψηφία κεφαλαίου, όπως στην ΑΕ, και όχι με διπλή πλειοψηφία κεφαλαίου και εταίρων, όπως στην ΕΠΕ. Απλώς, η ΙΚΕ μπορεί να καταστεί κατά περίπτωση λιγότερο κεφαλαιουχική εταιρία με περισσότερα ή ακόμη και με πολύ περισσότερα προσωπικά στοιχεία, εφόσον οι εταίροι αποφασίσουν να εισάγουν αυτά τα στοιχεία στο καταστατικό της ΙΚΕ (ενδεικτικώς εισαγωγή διάταξης για λήψη αποφάσεων από τους εταίρους ΙΚΕ με διπλή πλειοψηφία κεφαλαίου και εταίρων όπως στην ΕΠΕ, άρθρο 72 παρ. 6 εδ. β’ Ν 4072/2012).
2. Η ΙΚΕ, όπως ακριβώς και η ΑΕ, μπορεί να εξασφαλίσει στους εταίρους της το ελευθέρως μεταβιβαστό των εταιρικών της μεριδίων (άρθρο 83 παρ. 1 Ν 4072/2012), εφόσον δεν εισάγονται στο καταστατικό της οποιοιδήποτε περιορισμοί μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων εν ζωή, αλλά ούτε και περιορισμοί μεταβίβασης εν ζωή των εταιρικών μεριδίων των κληρονόμων (άρθρα 84 παρ. 2 και 85 παρ. 2 Ν 4072/2012).
Μόνη εξαίρεση η δυσχέρεια μεταβίβασης μεριδίων ΙΚΕ που αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά μη ολοσχερώς αποπληρωθείσα, αφού στην περίπτωση αυτήν ο εταίρος θα πρέπει πρώτα να εξαγοράσει τις εισφορές του και μετά να μεταβιβάσει τα μερίδια (άρθρα 83 παρ. 2 και 82 Ν 4072/2012).
3. Από την άλλη πλευρά και στην ΑΕ μπορεί να συμβεί το αντίθετο, ήτοι να καταστεί τόσο δυσχερής ή ακόμη και αδύνατη στην πράξη η μεταβίβαση ονομαστικών μετοχών, εάν υιοθετηθούν με το καταστατικό της ΑΕ οι περιορισμοί μεταβίβασης που προβλέπονται στο άρθρο 3 παρ. 7 και 8 ΚΝ 2190/1920, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Ν 3604/2007, παραβίαση των οποίων συνεπάγεται μάλιστα και ακυρότητα της μεταβίβασης (άρθρο 3 παρ. 7 εδ. η’ ΚΝ 2190/1920).
4. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην πράξη ένα εταιρικό μερίδιο ΙΚΕ ελευθέρως μεταβιβαστό (άρθρο 83 παρ. 1 Ν 4072/2012) είναι πολύ πιο ευέλικτο από μία δεσμευμένη ονομαστική μετοχή ΑΕ με σκληρούς περιορισμούς μεταβίβασης (άρθρο 3 παρ. 7-8 ΚΝ 2190/1920).
5. Μία ακόμη πλάνη του δικαίου των μη εισηγμένων ΑΕ είναι αυτή της ελεύθερης εξόδου και εισόδου των μετόχων στην ΑΕ, η οποία συνοδεύει την πλάνη της ελεύθερης μεταβίβασης των μετοχών μη εισηγμένης ΑΕ στην πράξη.
Και αυτό, διότι, εάν ο μέτοχος διαθέτει μετοχές μειοψηφίας ή έστω διαθέτει το 50% των μετοχών σε μη εισηγμένη εταιρία, με πολύ μεγάλη δυσχέρεια στην πράξη θα μπορεί να μεταβιβάσει τις μετοχές του σε τρίτο πρόσωπο, πλην του πλειοψηφούντος ή ισοψηφούντος μετόχου, για τον πολύ απλό λόγο, ότι ένας τρίτος δύσκολα θα επιθυμούσε να εισέλθει εκ των υστέρων σε μία εταιρία ως μειοψηφών ή έστω ως ισοψηφών και να αποκτήσει το πρόβλημα κάποιου άλλου, τουλάχιστον όχι χωρίς να καταβάλει ένα ελάχιστο και μη αξιόχρεο τίμημα.
Επομένως, και στην ΙΚΕ η δυσχέρεια μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων δεν είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την ανωτέρω περιγραφόμενη πραγματική κατάσταση σε μία μη εισηγμένη ΑΕ.
6. Αντίθετα, και σε συνέχεια του ανωτέρω αναπτυσσόμενου επιχειρήματος, ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις ο εταίρος μειοψηφίας ΙΚΕ μπορεί να θεωρηθεί πολύ περισσότερο ελεύθερος να απεγκλωβιστεί από την ΙΚΕ, μέσω των διατάξεων περί εξόδου, λαμβάνοντας ακόμη και την πλήρη αξία της εταιρικής του συμμετοχής, ή έστω όποια αξία έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων με καταστατική ρήτρα (άρθρο 92 Ν 4072/2012).
7. Επίσης, από τότε που καταργήθηκε στην πράξη η διαφοροποίηση μεταξύ της διαδικασίας μεταβίβασης ανωνύμων και ονομαστικών μετοχών ΑΕ, λόγω της καθιέρωσης της φορολογικής υποχρέωσης των μετόχων της ΑΕ, ακόμη και αν μεταβιβάζουν ανώνυμες μετοχές, να συντάσσουν ιδιωτικό (έστω) συμφωνητικό και να προϋποβάλλουν σχετική δήλωση μεταβίβασης στην εφορία, δεν υπάρχει καμία πρακτική διαφορά στη μεταβίβαση ονομαστικών και ανώνυμων μετοχών ΑΕ.
Γιατί, ναι μεν οι διατάξεις περί ακυρότητας της μεταβίβασης αν δεν τηρηθεί η σχετική φορολογική διαδικασία έχουν φορολογικές μόνον συνέπειες και δεν επηρεάζουν κατά την ορθότερη άποψη το κύρος της μεταβίβασης από πλευράς εμπορικού δικαίου. Πλην όμως, βεβαίως, στην πράξη, ουδείς συνετός ή σοβαρός συναλλασσόμενος μέτοχος πωλητής ή υποψήφιος μέτοχος αγοραστής δεν πρόκειται να λάβει την πρωτοβουλία να μεταβιβάσει ανώνυμες μετοχές χωρίς την τήρηση της φορολογικής αυτής διαδικασίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το φορολογικό δίκαιο καθυποτάσσει το εταιρικό και πρωταρχικός σκοπός του δικαίου της μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών ΑΕ, αν το εκτιμήσει κανείς ως σύνολο, παύει να είναι αυτός της προώθησης της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης και προαγωγής της εταιρικής επιχείρησης μέσω της ευελιξίας ρευστοποίησης της επιχειρηματικής επένδυσης, και πρωταρχικός αν όχι μοναδικός σκοπός καθίσταται αυτός του εντοπισμού και της αύξησης των φορολογητέων εσόδων.
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ανώνυμες μετοχές μη εισηγμένης ΑΕ στην πράξη δεν παρέχουν στον κατέχοντα αυτές μεγαλύτερη ευχέρεια μεταβίβασης από ότι τα εταιρικά μερίδια ΙΚΕ, στην οποία δεν έχουν εισαχθεί ειδικές διατάξεις περιορισμού της μεταβίβασης, αφού ούτε για τη μεταβίβαση μεριδίων ΙΚΕ απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο (άρθρο 84 παρ. 1 εδ. α’ Ν 4072/2012) σε αντίθεση προς τα συμβαίνοντα στην ΕΠΕ (άρθρο 28 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 3190/1955).
8. Καμία ουσιώδης διαφορά μεταξύ ΙΚΕ και ΑΕ δεν υφίσταται ούτε όσον αφορά στον τρόπο λήψης των αποφάσεων από τους εταίρους ή μετόχους ή μέσα από τις Συνελεύσεις των Εταίρων ή των Μετόχων αντίστοιχα. Τόσο στην ΑΕ όσο και στην ΙΚΕ ισχύει ο κανόνας της κεφαλαιουχικής πλειοψηφίας για τη λήψη των μετοχικών ή εταιρικών αποφάσεων (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920 για την ΑΕ και άρθρο 72 παρ. 4 Ν 4072/2012 για την ΙΚΕ). Επίσης, τόσο στην ΑΕ όσο και στην ΙΚΕ υπάρχει η διάκριση μεταξύ απλής (ως κανόνα) και αυξημένης (ως εξαίρεση για σημαντικές αποφάσεις) κεφαλαιουχικής πλειοψηφίας (άρθρο 31 παρ. 2 ΚΝ 2190/1920 για την ΑΕ και άρθρο 72 παρ. 5 Ν 4072/2012 για την ΙΚΕ).
Επομένως, στην ΙΚΕ δεν υφίσταται από τον νόμο η υποχρεωτική διπλή πλειοψηφία κεφαλαίου και κεφαλών που υπάρχει στην ΕΠΕ (αρ. 72 παρ. 4 εδ. α’ Ν 4072/2012). Αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες αν όχι και η σημαντικότερη διαφορά της ΙΚΕ σε σχέση με την ΕΠΕ στο ζήτημα της λήψης των εταιρικών αποφάσεων, η οποία προσδίδει στην ΙΚΕ τον κατ’ αρχήν προεξάρχοντα κεφαλαιουχικό χαρακτήρα της.
Επομένως, στην ΙΚΕ οι αποφάσεις των εταίρων λαμβάνονται ακριβώς όπως και οι αποφάσεις των μετόχων της ΑΕ (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920), ήτοι με πλειοψηφία, η οποία μπορεί να είναι απλή ή αυξημένη, ήτοι με ακραιφνώς κεφαλαιουχικό τρόπο.
Άρα από την άποψη αυτού του τόσο καίριας σημασίας ζητήματος η ΙΚΕ ταυτίζεται σχεδόν με την ΑΕ, ενώ διαφοροποιείται απολύτως από την ΕΠΕ, στην οποία οι εταίροι δεν μπορούν να λάβουν καμία απόφαση, αν αυτή δεν υπερψηφιστεί από την (απλή ή αυξημένη) πλειοψηφία του συνολικού εταιρικού κεφαλαίου και ταυτόχρονα από την (απλή ή αυξημένη) πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των εταίρων της ΕΠΕ (άρθρα 13, 38 παρ. 1 και 44 παρ. 1 περ. β’ Ν. 3190/1955).
Η δε ΕΠΕ με την πλειοψηφία κεφαλαίου και κεφαλών (αριθμού εταίρων) στο σημείο αυτό ταυτίζεται με τις προσωπικές εταιρίες, ιδίως όταν ο συνολικός αριθμός των εταίρων της ΕΠΕ είναι τόσο μικρός, ώστε στην πράξη να μην δύναται να ληφθεί απόφαση χωρίς ομοφωνία των εταίρων, όπως ιδίως όταν πρόκειται για διμελή ΕΠΕ.
9. Μόνη διαφοροποίηση της ΙΚΕ έναντι της ΑΕ στο ζήτημα της αρχής της κεφαλαιουχικής πλειοψηφίας για τη λήψη εταιρικών ή μετοχικών αποφάσεων αποτελεί η ύπαρξη από τον νόμο περιπτώσεων, στις οποίες αξιώνεται στην ΙΚΕ ομοφωνία των εταίρων (ενδεικτικώς άρθρο 45 παρ. 2 Ν 4072/2012 για τη μεταφορά της καταστατικής έδρας της ΙΚΕ σε άλλη χώρα του ΕΟΧ, άρθρο 48 παρ. 2 Ν 4072/2012 για την εισαγωγή στο καταστατικό ρήτρας διαιτητικής επίλυσης εταιρικών διαφορών, άρθρο 105 παρ. 5 για αναβίωση της ΙΚΕ και άλλες περιπτώσεις), σε αντίθεση προς την ΑΕ, όπου δεν προβλέπεται δυνατότητα ομοφωνίας (άρθρο 31 ΚΝ 2190/1920).
Πλην όμως, αφενός αυτό συμβαίνει και στην ΙΚΕ σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως αναφέρθηκε, ενώ αφετέρου και στην ΑΕ σε πολλά καταστατικά προβλέπεται στην πράξη ομοφωνία στη λήψη κάποιων αποφάσεων με τη μορφή δικαιώματος αρνησικυρίας από κάποιους μετόχους, όπως ενδεικτικώς όταν αυξάνεται από το καταστατικό το αναγκαίο ποσοστό για τη λήψη των αποφάσεων σε εκείνο ακριβώς το ύψος που απαιτείται, ώστε να μη μπορεί στην πράξη να ληφθεί η απόφαση χωρίς τη θετική ψήφο όλων των μετόχων (άρθρο 31 παρ. 3-4 ΚΝ 2190/1920).
10. Ακόμη, διαφορά υφίσταται στο δίκαιο της ΑΕ σε σχέση με αυτό της ΙΚΕ στο ζήτημα της απαρτίας που είναι αναγκαία για τη λήψη μίας απόφασης από τη Συνέλευση των Εταίρων. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς την ΑΕ (άρθρο 29 ΚΝ 2190/1920), στην ΙΚΕ δεν υπάρχει η έννοια της απαρτίας και η πλειοψηφία υπολογίζεται επί του συνόλου των εταιρικών μεριδίων όλων των εταίρων, ακόμη και των απόντων, και όχι μόνο επί του αριθμού των εταιρικών μεριδίων των εταίρων που παρέστησαν ή εκπροσωπήθηκαν στη Συνέλευση (άρθρο 72 παρ. 4 Ν 4072/2012).
Πλην όμως, αν και φαινομενικά στο σημείο αυτό η ΙΚΕ ταυτίζεται προς την ΕΠΕ, από την οποία επίσης απουσιάζει η έννοια της απαρτίας (άρθρο 13 Ν. 3190/1955), η Γενική Συνέλευση των μετόχων της μη εισηγμένης ελληνικής ΑΕ συνήθως απαρτίζεται από πολύ λίγους αριθμητικά μετόχους με στενές φιλικές ή οικογενειακές ή επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ τους. Οι λίγοι αυτοί μέτοχοι πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε παρίστανται σε όλες τις Γενικές Συνελεύσεις, στην καλύτερη περίπτωση, κατά την οποία αυτές οι Συνελεύσεις πράγματι συγκαλούνται, συγκροτώντας καθολική ΓΣ (άρθρο 26 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920), ή στη χειρότερη περίπτωση απλώς υπογράφουν τα πρακτικά των Συνελεύσεων μαζικά διά περιφοράς λίγο ή πολύ χρόνο μετά την ονομαστική ημερομηνία της Συνέλευσης.
Αλλά και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι σε μία μη εισηγμένη ΑΕ οι μέτοχοι δεν έχουν πλέον φιλικές σχέσεις και έχουν εισέλθει στο στάδιο των ενδοεταιρικών εχθροπραξιών, και στην περίπτωση αυτή ακόμη περισσότερο όλοι ανεξαιρέτως οι μέτοχοι θα μεριμνούν, ώστε να παρίστανται αυτοπροσώπως ή διά πληρεξουσίου σε όλες τις Συνελεύσεις, με αποτέλεσμα να παρέλκει πλέον ολοσχερώς η εξέταση του ζητήματος της απαρτίας.
Και αν ακόμη όλα τα ανωτέρω δεν μπορούν να θεωρηθούν αρκετά για να υποστηριχθεί η μειωμένη σημασία του θεσμού της απαρτίας στη μη εισηγμένη ΑΕ στην πράξη, πρέπει ακόμη να συναθροιστεί στα ανωτέρω επιχειρήματα η πρακτική της υιοθέτησης ειδικών ρητρών στα καταστατικά των μη εισηγμένων ΑΕ, με τις οποίες αυξάνονται τόσο πολύ τα ποσοστά της απαρτίας (άρθρο 29 παρ. 5-6 ΚΝ 2190/1920), ώστε, όπως αναλύθηκε ανωτέρω και για την πλειοψηφία, πάλι στην πράξη όλοι οι μέτοχοι να έχουν δικαίωμα αρνησικυρίας για όλες τις αποφάσεις, αφού, αν δεν προσέλθουν, κατ’ αρχήν δεν θα μπορεί να ληφθεί η απόφαση.
11. Καμία ουσιώδης διαφορά μεταξύ ΙΚΕ και ΑΕ δεν υφίσταται ούτε όσον αφορά στον τρόπο άσκησης της πραγματικής διοίκησης αυτών, με την κατωτέρω εκτιθέμενη έννοια:
Η διαχείριση και εκπροσώπηση της ΙΚΕ ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους διαχειριστές από το καταστατικό ή με απόφαση των εταίρων ή ενός εταίρου (άρθρα 56, 57 και 60 Ν 4072/2012). Αν οι διαχειριστές είναι περισσότεροι και δεν ορίζεται άλλως, ενεργούν συλλογικώς, με αποτέλεσμα να καθιερώνεται η αρχή της συλλογικής δράσης όλων των διαχειριστών (άρθρα 56 εδ. α’ και 57 εδ. ε’ Ν 4072/2012).
Ομοίως, και στην ΑΕ ναι μεν υφίσταται η αρχή της συλλογικής δράσης όλων των μελών του ΔΣ ως οργάνου διαχείρισης και εκπροσώπησης αυτής (άρθρο 18 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920), αλλά στην πράξη ένα ή περισσότερα πρόσωπα, ενεργούντα συνήθως ατομικώς, εκτελούν χρέη Διευθύνοντος ή Εντεταλμένου Συμβούλου, αποκτώντας την εξουσία να αποφασίζουν εξ ονόματος και για λογαριασμό της ΑΕ και να την εκπροσωπούν έναντι τρίτων (άρθρο 22 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920).
12. Αλλά και η δυνατότητα ενός εταίρου ΙΚΕ να διορίζει και να ανακαλεί διαχειριστή (άρθρο 60 Ν 4072/2012) κατά παρέκκλιση της γενικής αρχής της νόμιμης (άρθρο 56 Ν 4072/2012) ή καταστατικής (άρθρο 57 Ν 4072/2012) διαχείρισης, έχει την αναλογία της στις διατάξεις του αρ. 18 παρ. 3-4 ΚΝ 2190/1920, σύμφωνα με τις οποίες ο μέτοχος ΑΕ μπορεί να ορίζει και να ανακαλεί μέχρι και το 1/3 του συνολικού αριθμού των μελών του ΔΣ αυτής, κατά παρέκκλιση του κανόνα περί εκλογής όλων των μελών του ΔΣ από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων (άρθρο 34 παρ. 1 περ. β’ ΚΝ 2190/1920).
13. Πλήθος επιμέρους διατάξεων καθιστούν δικαιωματικά την ΙΚΕ μία απλή ΑΕ, όπως ενδεικτικώς η διάταξη σχετικά με τον ανταγωνισμό του διαχειριστή εις βάρος της ΙΚΕ, η οποία ναι μεν εντάσσεται στη γενική υποχρέωση πίστης των διαχειριστών ΙΚΕ έναντι της εταιρίας (άρθρο 65 Ν 4072/2012), πλην όμως έχει το πρότυπό της στη διάταξη του αρ. 23 ΚΝ 2190/1920 περί μη ανταγωνισμού των μελών ΔΣ έναντι της ΑΕ.
14. Η ΙΚΕ μπορεί να ιδρυθεί ως ή να καταστεί μονοπρόσωπη (άρθρο 43 παρ. 4 Ν 4072/2012), όπως και η ΑΕ (άρθρο 1 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920).
15. Η τροποποίηση καταστατικού ΙΚΕ αρκεί να γίνει με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον δεν απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο κατά τα οριζόμενα και για το ιδρυτικό καταστατικό και εφόσον το αρχικό καταστατικό δεν είχε καταρτισθεί για οποιονδήποτε λόγο με συμβολαιογραφικό έγγραφο (άρθρο 49 παρ. 2 Ν 4072/2012). Ομοίως, και η τροποποίηση καταστατικού ΑΕ αρκεί να γίνει με σύνταξη σχετικού πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης αυτής, στο οποίο θα ενσωματώνεται η σχετική απόφαση (άρθρα 4 παρ. 2 εδ. β’, 34 παρ. 1 περ. α’ και 32 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920). Αντίθετα, στην ΕΠΕ απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη, ακόμη και για την πλέον ασήμαντη τροποποίηση καταστατικού (άρθρο 38 παρ. 2 Ν. 3190/1955).
Από την άλλη πλευρά η ΙΚΕ μπορεί να θεωρηθεί στην πράξη ως μία ιδιαίτερα ελκυστική και ευέλικτη μορφή απλής μη εισηγμένης ΑΕ, απαλλαγμένης από τα βαρίδια του δαιδαλώδους δικαίου της ΑΕ και την τροχοπέδη της γραφειοκρατικής εποπτικής λογικής που το συνοδεύει ακόμη σε πλήθος περιπτώσεων, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων ενδεικτικώς και από τα εξής:
1. Η ΙΚΕ ιδρύεται κατ’ αρχήν με ιδιωτικό έγγραφο πλην των αναφερόμενων στον Ν 4072/2012 ειδικών εξαιρέσεων (άρθρο 49 παρ. 2 Ν 4072/2012). Αντίθετα, η ΑΕ ιδρύεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και έχει μεγαλύτερο κόστος (άρθρο 4 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920).
2. Η ΙΚΕ έχει ελάχιστο κεφάλαιο ενός ευρώ (άρθρο 43 παρ. 3 εδ. α’ Ν 4072/2012). Αντίθετα, η ΑΕ έχει ελάχιστο κεφάλαιο 60.000 ευρώ (άρθρο 8 παρ. 2 ΚΝ 2190/1920), με τα αντίστοιχα κόστη και φορολογικές επιβαρύνσεις, αρχίζοντας από τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου.
3. Στην ΙΚΕ δεν υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης του αρχικού και μετά από αύξηση κεφαλαίου της σε τραπεζικό λογαριασμό, ανεξάρτητα από το ύψος του κεφαλαίου, ήτοι ακόμη και αν το κεφάλαιο της ΙΚΕ είναι ίσο ή και πολύ μεγαλύτερο από αυτό μίας ΑΕ. Αντίθετα, στην ΑΕ υφίσταται υποχρέωση κατάθεσης του ποσού του κεφαλαίου της ίδρυσης και της αύξησης σε τραπεζικό λογαριασμό (άρθρο 11 παρ. 6 ΚΝ 2190/1920).
4. Στην ΙΚΕ δεν υφίσταται η έννοια της πιστοποίησης του εταιρικού κεφαλαίου. Αντίθετα, στην ΑΕ είναι υποχρεωτική η πιστοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου με απόφαση του ΔΣ αυτής εντός αποκλειστικής προθεσμίας (άρθρο 11 παρ. 1-2 ΚΝ 2190/1920).
5. Η ΙΚΕ μπορεί να έχει έναν διαχειριστή εις το διηνεκές (άρθρα 56 και 57 Ν 4072/2012). Αντίθετα, στην ΑΕ πρέπει κάθε έξι έτη να εκλέγεται νέο ΔΣ (άρθρο 19 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920).
6. Η ΙΚΕ μπορεί να έχει και μόνον έναν διαχειριστή, στον οποίο να έχει ανατεθεί το σύνολο των εξουσιών διαχείρισης και εκπροσώπησης αυτής (άρθρο 57 εδ. β’ Ν 4072/2012).
Αντίθετα, στην ΑΕ, ακόμη και αν όλοι οι μέτοχοι γνωρίζουν και συναινούν εκ των προτέρων ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο θα ασκεί τη διαχείριση και θα εκπροσωπεί την ΑΕ, παρά ταύτα απαιτείται η εκλογή τουλάχιστον τριών προσώπων ως μελών του ΔΣ (άρθρο 18 παρ. 2 εδ. β’ ΚΝ 2190/1920), και μετά στη συνέχεια η συγκρότηση του ΔΣ σε σώμα και η από αυτό απόφαση ανάθεσης εξουσιών σε ένα πρόσωπο (άρθρο 22 παρ. 3 ΚΝ 2190/1920).
7. Στην ΙΚΕ υφίσταται η ασφάλεια του ορισμού του προσώπου ή των προσώπων που ασκούν την εταιρική διοίκηση και εκπροσωπούν την εταιρία έναντι των τρίτων, καθώς και της οριοθέτησης των συγκεκριμένων εξουσιών καθενός από αυτά, μέσα από καταστατική ρήτρα (άρθρο 57 Ν 4072/2012).
Αντίθετα, στην ΑΕ πάντα εξακολουθεί να υφίσταται η δυνατότητα ανάκλησης μέρους ή όλων των μελών του ΔΣ και της μεταβολής των προσώπων που ασκούν την εταιρική διοίκηση και εκπροσωπούν την εταιρία (άρθρα 19 παρ. 2 και 22 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΝ 2190/1920). Ιδίως ο κανόνας του ελευθέρως ανακλητού των μελών ΔΣ ΑΕ επιτείνει τη ρευστότητα της εταιρικής διοίκησης και την ανασφάλεια των μετόχων μειοψηφίας σχετικά με το ζήτημα, αφού ακόμη και αν σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή επέλθει συμφωνία μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας σχετικά με τα πρόσωπα του ΔΣ, αυτά μπορούν να ανακληθούν στη συνέχεια από την πλειοψηφία.
Σε πολλές μη εισηγμένες ΑΕ με μικρό αριθμό μετόχων η ανωτέρω ανασφάλεια σχετικά με τα πρόσωπα που ασκούν την εταιρική διοίκηση επιδιώκεται να αντισταθμισθεί με τη σύναψη παραεταιρικών συμφωνιών, οι οποίες όμως μπορεί να έχουν ενοχική μόνον ενέργεια. Επιπροσθέτως, ειδικά για το θέμα της απόπειρας παγίωσης των προσώπων του ΔΣ μέσω παραεταιρικής συμφωνίας υφίσταται διχογνωμία σχετικά με το κύρος της συμφωνίας αυτής.
8. Η ΙΚΕ δεν υπόκειται σε διοικητική εποπτεία ανεξάρτητα από το ύψος του κεφαλαίου της και το αντικείμενό της.
Αντίθετα, στην ΑΕ υφίσταται ποικιλόμορφη ανάμειξη της διοίκησης σε πλείστες περιπτώσεις, σε κάποιες μάλιστα εξ αυτών η ΑΕ υπόκειται σε διοικητική εποπτεία. Ενδεικτικώς, μεταξύ άλλων:
i. Η σύσταση και το καταστατικό της ΑΕ, εφόσον έχει καταρτισθεί με δημόσιο έγγραφο και έχουν τηρηθεί οι σχετικές διατάξεις, εγκρίνονται υποχρεωτικώς από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή την εκάστοτε αρμόδια αρχή (άρθρο 4 παρ. 1 ΚΝ 2190/1920).
i. Η απόφαση της ΓΣ για τροποποίηση του καταστατικού της ΑΕ εγκρίνεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή την εκάστοτε αρμόδια αρχή, που ελέγχουν μόνο την τήρηση του νόμου (άρθρο 4 παρ. 2 εδ. α’ ΚΝ 2190/1920).
ii. Αν το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ υπερβεί τα 3.000.000 ευρώ ασκείται έλεγχος νομιμότητας της σύστασης της ΑΕ και της τροποποίησης του καταστατικού της (άρθρο 4 παρ. 2α εδ. α’ ΚΝ 2190/1920).
iii. Υφίσταται γενική διάταξη περί εποπτείας επί των ΑΕ ασκούμενης από τον Υπουργό Ανάπτυξης ή την εκάστοτε αρμόδια αρχή (άρθρο 51 ΚΝ 2190/1920), η οποία εξειδικεύεται στη συνέχεια.
iv. Αφενός κατά την ίδρυση, αύξηση κεφαλαίου ή τροποποίηση καταστατικού της ΑΕ η εποπτεία συνίσταται στην εξακρίβωση της καταβολής του κεφαλαίου, της αξίας των εισφορών σε είδος και της τήρησης των σχετικών διατάξεων νόμου (άρθρο 52 ΚΝ 2190/1920).
v. Αφετέρου κατά τη λειτουργία της ΑΕ η εποπτεία συνίσταται στην εξακρίβωση της τήρησης των σχετικών διατάξεων του νόμου, του καταστατικού και των αποφάσεων ΓΣ, καθώς και της αλήθειας των οικονομικών καταστάσεων (άρθρο 53 ΚΝ 2190/1920).
vi. Ο Υπουργός Ανάπτυξης ή η κατά περίπτωση εποπτεύουσα αρμόδια αρχή μπορούν να ζητήσουν τον έκτακτο έλεγχο της ΑΕ (άρθρο 40 παρ. 1 περ. γ’ ΚΝ 2190/1920).
vii. Ο Υπουργός Ανάπτυξης ή η κατά περίπτωση εποπτεύουσα αρμόδια αρχή έχουν έννομο συμφέρον και μπορούν να ζητήσουν τη λύση της ΑΕ (άρθρο 48 παρ. 1 εδ. β’ ΚΝ 2190/1920).
9. Στην ΙΚΕ οι αποφάσεις των εταίρων και τα πρακτικά αυτών του άρθρου 66 Ν 4072/2012 δεν υποβάλλονται σε καμία εποπτεύουσα αρχή. Αντίθετα, στην ΑΕ τα πρακτικά του ΔΣ και της ΓΣ υποβάλλονται στη διοίκηση (άρθρα 11 παρ. 5, 20 παρ. 7, 26α παρ. 2 και 43β παρ. 6 ΚΝ 2190/1920).
10. Στην ΙΚΕ υφίσταται ρητή νομοθετική πρόβλεψη για επίλυση διαφορών με διαιτησία ή διαμεσολάβηση (άρθρο 48 παρ. 2-3 Ν 4072/2012). Αντίθετα, στην ΑΕ δεν υφίσταται τέτοια πρόβλεψη.
Τέλος, όλα εκείνα τα ζητήματα, σχετικά με τα οποία υφίσταται ευελιξία στην ΙΚΕ, ενώ δεν προβλέπονται στην ΑΕ (ενδεχομένως ούτε και στην ΕΠΕ), έρχονται ως επιπρόσθετο πρακτικό πλεονέκτημα υπέρ της επιλογής της ΙΚΕ έναντι της ΑΕ, η οποία δεν παρέχει αυτές τις δυνατότητες.
1. Στην ΙΚΕ μπορούν να μετέχουν και εταίροι που έχουν εισφέρει ή θα εισφέρουν στο μέλλον εργασία, υπηρεσίες ή έργα στην εταιρία σε τόπο, χρόνο και με τρόπο και όρους που ορίζονται στο καταστατικό, η αξία των οποίων αποτιμάται στο καταστατικό από τους εταίρους (εξωκεφαλαιακές εισφορές, άρθρο 78 Ν 4072/2012). Αυτό παρέχει μεγάλη ευελιξία στην ΙΚΕ, εάν το επιθυμούν οι εταίροι. Αν δεν το επιθυμούν, μπορούν να συστήσουν μία ΙΚΕ μόνον με κεφαλαιακές εισφορές, όπως στην ΑΕ.
2. Στην ΙΚΕ μπορούν να μετέχουν και εταίροι που εισφέρουν στην εταιρία την υπόσχεση να καλύψουν εταιρικά χρέη προς τρίτους μέχρι ενός ποσού που ορίζεται στο καταστατικό (εγγυητικές εισφορές, άρθρο 79 Ν 4072/2012). Αυτή η δυνατότητα παρέχει επίσης μεγάλη ευελιξία στην ΙΚΕ, εάν το επιθυμούν οι εταίροι. Αν δεν το επιθυμούν, μπορούν να συστήσουν μία ΙΚΕ μόνον με κεφαλαιακές εισφορές, όπως στην ΑΕ.
3. Η ΙΚΕ μπορεί να έχει την πραγματική έδρα εκτός Ελλάδας, και να εξακολουθεί να λογίζεται ως ελληνική εταιρία, βάσει της καταστατικής της έδρας (άρθρο 45 παρ. 3 Ν 4072/2012). Αντίθετα, στην ΑΕ η τυχόν μεταφορά της πραγματικής έδρας εκτός ελληνικής επικράτειας καθιστά την εταιρία εν τοις πράγμασιν αλλοδαπή κατά την κρατούσα άποψη και νομολογία.
4. Ανά πάσα στιγμή οι εταίροι της ΙΚΕ μπορούν να εισαγάγουν πλήθος προσωπικών στοιχείων στο καταστατικό της εταιρίας με ελάχιστο κόστος και να μετεξελίξουν την ΙΚΕ σε μία εταιρία, στην οποία θα προεξάρχουν τα προσωπικά στοιχεία, όπως ενδεικτικώς να εισαγάγουν την αρχή της διπλής πλειοψηφίας κεφαλαίου και κεφαλών για τη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (άρθρο 72 παρ. 6 εδ. β’ Ν 4072/2012), όπως ισχύει και στην ΕΠΕ, ή να ορίσουν ότι ένας εταίρος θα έχει λιγότερες ψήφους στη Συνέλευση από όσες αντιστοιχούν στα εταιρικά του μερίδια (άρθρο 72 παρ. 2 εδ. β’-γ’ Ν 4072/2012).
5. Αντίστροφα, επίσης ανά πάσα στιγμή, οι εταίροι της ΙΚΕ μπορούν να ακολουθήσουν τη διαδικασία μετατροπής της ΙΚΕ σε ΑΕ και να την μετεξελίξουν σε ανώνυμη εταιρία (άρθρο 106 Ν 4072/2012).
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι όποιος ή όποιοι ενδιαφερόμενοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, επιθυμούν να ιδρύσουν μία εταιρία, η οποία δεν θα εισαχθεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον στο Χρηματιστήριο, και η οποία δεν επιθυμεί να προχωρήσει σε ευρεία διασπορά μετοχών, δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν ιδρύοντας ΑΕ, ενώ κερδίζουν πολλά ιδρύοντας μία ΙΚΕ.
Με τα παραπάνω δεδομένα δεν θα ήταν υπερβολικό ούτε ανακριβές να θεωρηθεί ότι η ΙΚΕ στη γενική τυπική μορφή της ως μία εταιρία πολύ περισσότερο κεφαλαιουχική και πολύ λιγότερο μικρομεσαία από την ΕΠΕ αποτελεί τη νέα μορφή της απλής ανώνυμης εταιρίας στις συναλλαγές.