Η ενδικοφανής προσφυγή κατά τον Ν. 4174/2013
Σύμφωνα με το άρθρο 63§1 Ν. 4174/2013 ο φορολογούμενος εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε οριστική πράξη έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής απορρίψεως αιτήματος του με αντικείμενο φορολογική διαφορά εν γένει, οφείλει, προ της προσφυγής του στη Δικαιοσύνη, να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή. Η έννοια της ενδικοφανούς προσφυγής συνίσταται ουσιαστικά σε υποβολή αιτήματος του για την επανεξέταση της πράξης εξωδικαστικά και εντός των πλαισίων της διοικητικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοση της ή απέρριψε σιωπηρά αίτημα του φορολογούμενου.
Η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο φορολογούμενος βασίζει το αίτημα του και υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης-σιωπηρής απόρριψης.
Η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να αποστείλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από τα σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί, εντός χρονικού διαστήματος 120 ημερών. Εάν η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν αποφανθεί εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, τότε εκκινείται η 30ημερη προθεσμία του φορολογούμενου για την άσκηση της προσφυγής στο αρμόδιο Δικαστήριο κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και η ενδικοφανής προσφυγή θεωρείται απορριφθείσα σιωπηρά. Μάλιστα θεωρείται ότι ο προσφεύγων έχει λάβει γνώση αυτής της σιωπηρής απόρριψης κατά την εκπνοή της προθεσμίας των 120 ημερών.
Όλες οι ανωτέρω προθεσμίες αναστέλλονται κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών, δηλαδή από την 1η έως και την 31η Αυγούστου.
Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού επί καταλογιστικής πράξεως της Φορολογικής Διοίκησης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%).
Ο φορολογούμενος με την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής έχει δικαίωμα να υποβάλει, ταυτόχρονα με αυτήν και αίτημα αναστολής της καταβολής του 50% του ποσού που αναλογεί στην καταλογιστικής πράξη. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την εν λόγω πληρωμή, μέχρι την «έκδοση» της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη του φορολογούμενου.
Αν με την απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η καταλογιστικής πράξη της φορολογικής αρχής, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς. Σε περίπτωση δε απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης προσδιορισμού φόρου. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση πρέπει να περιέχει τουλάχιστον την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.
Τέλος πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν τηρηθεί η διαδικασία ανωτέρω.
Κ. Δημητρόπουλος